κεκροπία

κεκροπία
(Cecropia). Δέντρο με γαλακτώδη χυμό της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής, που ανήκει στην οικογένεια των μορεωδών. Το γένος αυτό περιλαμβάνει δέντρα, χάρη στα οποία επιτυγχάνεται η αναγέννηση των νεοτροπικών δασών. Τη διασπορά των σπερμάτων του ευνοούν οι νυχτερίδες. Στην οικογένεια αυτή ανήκουν περίπου 80 είδη, από τα οποία γνωστότερο είναι η κ. η πελτωτή, η οποία έχει κοίλο κορμό με εξογκώματα στις αρθρώσεις, που μπορεί να φθάσει τα 20 μ. ύψος. Ο κορμός αυτός, που κοινώς ονομάζεται κανόνιτρομπέτα, χρησιμοποιείται για την κατασκευή υδραγωγών.
* * *
η (Α κεκροπία)
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας μορεΐδες
αρχ.
ως κύριο όν. ἡ Κεκροπία
βλ. Κεκρόπιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κέκροψ, -οπος. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. cecropia < λατ. cecropia < cecropius < Κέκροψ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Κεκροπία — Κεκροπίᾱ , Κέκροψ Cecropian fem nom/voc/acc dual Κεκροπίᾱ , Κέκροψ Cecropian fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Κεκροπίᾱ , Κεκρόπιος Cecropian fem nom/voc/acc dual Κεκροπίᾱ , Κεκρόπιος Cecropian fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Κεκροπίᾱ …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεκροπίᾳ — Κεκροπίᾱͅ , Κέκροψ Cecropian fem dat sg (attic doric aeolic) Κεκροπίᾱͅ , Κεκρόπιος Cecropian fem dat sg (attic doric aeolic) Κεκροπίᾱͅ , Κεκροπία Cecropian fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεκροπίας — Κεκροπίᾱς , Κέκροψ Cecropian fem acc pl Κεκροπίᾱς , Κέκροψ Cecropian fem gen sg (attic doric aeolic) Κεκροπίᾱς , Κεκρόπιος Cecropian fem acc pl Κεκροπίᾱς , Κεκρόπιος Cecropian fem gen sg (attic doric aeolic) Κεκροπίᾱς , Κεκροπία Cecropian… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεκροπίαν — Κεκροπίᾱν , Κέκροψ Cecropian fem acc sg (attic doric aeolic) Κεκροπίᾱν , Κεκρόπιος Cecropian fem acc sg (attic doric aeolic) Κεκροπίᾱν , Κεκροπία Cecropian fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεκρόπιος — Κεκρόπιος, ία, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει στον Κέκροπα, Αθηναίος, αθηναϊκός 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ Κεκρόπιοι οι Αθηναίοι 3. (το θηλ. ως κύρ. όν.) ἡ Κεκροπία α) η Αθήνα β) δήμος τής αρχαιότατης Αττικής 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ Κεκρόπιον τμήμα… …   Dictionary of Greek

  • Kekropia — (Κεκροπία) is a municipality in Aetolia Acarnania, Greece. Population 4,494 (2001). The seat of the municipality is in Palairos …   Wikipedia

  • Кекропс — (Κέκροψ) по преданию, основатель и первый царь Афинского государства. Он считался автохтоном, рожденным из земли, и представлялся с двумя змеиными туловищами вместо обеих ног. Он построил афинский акрополь, названный им Кекропией (Κέκροπία), и… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Athen — Gemeinde Athen Δήμος Αθηναίων (Αθήνα) …   Deutsch Wikipedia

  • АТТИКА —    • Attĭca,          ή Άττική (от ακτή, вместо ακτική), называлась раньше также Άκτή, «прибрежная страна», а у поэтов Μοψοπία, или Ίωνία, или Ποσειδωνια и была важнейшей из 8 областей, составлявших собственную (среднюю) Элладу. Она имела форму …   Реальный словарь классических древностей

  • КЕКРОПС —    • Cecrops,          Κέκροψ, аттический автохтон, т. е. древний природный житель страны, сын земли и поэтому изображавшийся со змеиным туловищем. Он основал Афины и построил акрополь, названный по его имени Κεκροπία; страна, которая до того… …   Реальный словарь классических древностей

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”